όδιος

όδιος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος φιλόσοφος από την Καρχηδόνα.
* * *
ὅδιος, -ον (Α) [οδός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδό ή στην οδοιπορία
2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ερμού, ως προστάτη τών οδών και τών οδοιπόρων, τού οποίου τα αγάλματα βρίσκονταν κοντά στον δρόμο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὅδιον
τα έξοδα που απαιτούνται για ένα ταξίδι
4. φρ. α) «ὄρνις ὅδιος» — πτηνό που προμηνούσε κάτι σχετικό με την οδοιπορία
β) «οἰωνὸς ὅδιος» — οιωνός που προδήλωνε την επιτυχή, ή μη, έκβαση οδοιπορίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀδίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδιος — belonging to a way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδίου — Ὄδιος masc gen sg Ὀδίος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδιον — ὅδιος belonging to a way masc/fem acc sg ὅδιος belonging to a way neut nom/voc/acc sg ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδίον — Ὀδίος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίου — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίων — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen pl ὁδάω export and sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] …   Dictionary of Greek

  • προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… …   Dictionary of Greek

  • ОДИЙ —    • Odĭus,           Όδιος,        1. предводитель гализонов под Троей, убитый Агамемноном. Ноm. Il. 5, 38;        2. греческий герольд под Троей. Ноm. Il. 6, 170 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”